- ερύθημα
- Κοκκίνισμα του δέρματος από τη διαστολή των αγγείων. Πολλές φορές εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως μόλις εμφανιστεί (π.χ. από συναίσθημα ντροπής ή οργής). Περισσότερο διαρκεί το φλεγμονώδες ε., που προκαλείται από χημικές ουσίες ή από φυσικούς παράγοντες (θέρμανση, ψύχος). Άλλη αιτία εμφάνισης του ε. είναι οι λοιμώδεις ασθένειες (οστρακιά, ιλαρά), οι δερματικές παθήσεις και οι διαταραχές της κυκλοφορίας του αίματος.
* * *το (AM ἐρύθημα) [ερυθαίνομαι]1. κοκκίνισμα, υπεραιμία τού δέρματος τού προσώπου που προέρχεται από ντροπή, αιδώ, οργή κ.λπ.2. υπεραιμία τού δέρματος που οφείλεται σε διάφορα παθολογικά αίτιααρχ.το κόκκινο χρώμα («ἐρύθημα ἱματίων», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.